- Επιπόλα
- Ἐπιπόλα, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «οὕτως ἐν Λακεδαίμονι ἡ Δημήτηρ ἱδρυμένη τιμᾶται».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπολάσας — ἐπιπολά̱σᾱς , ἐπιπολάζω fut part act fem acc pl (doric) ἐπιπολά̱σᾱς , ἐπιπολάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐπιπολά̱σᾱς , ἐπιπολάζω fut part act fem acc pl (doric) ἐπιπολά̱σᾱς , ἐπιπολάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐπιπολάσᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολάσαι — ἐπιπολά̱σᾱͅ , ἐπιπολάζω fut part act fem dat sg (doric) ἐπιπολά̱σᾱͅ , ἐπιπολάζω fut part act fem dat sg (doric) ἐπιπολάζω aor inf act ἐπιπολάσαῑ , ἐπιπολάζω aor opt act 3rd sg ἐπιπολάζω aor inf act ἐπιπολάσαῑ , ἐπιπολάζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιπολάς — Ἐπιπολά̱ς , Ἐπιπολή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολάς — ἐπιπολά̱ς , ἐπιπολή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)